τροπαλίζω

τροπαλίζω
Α
(ποιητ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) τρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *τροπαλός (ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- τού τρέπω + επίθημα -αλός), πρβλ. ὁμαλός: ομαλίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τροπαλίζω — pres subj act 1st sg τροπαλίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροπαλίζει — τροπαλίζω pres ind mp 2nd sg τροπαλίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντροπαλίζω — ἐν τροπαλίζω pres subj act 1st sg ἐν τροπαλίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπαλίζομαι — (Α) στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω, μεταστρέφομαι («οὔ τι μετατροπαλίζεο φεύγων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τροπαλίζω «στρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • τροπαλισμός — ὁ, Α [τροπαλίζω] (ποιητ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «μεταβολὴ καὶ τὸ ἐκ συμβόλων ὑποδέχεσθαι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”